- νομοθέτημα
- το, -ατοςκανόνας δικαίου, νόμος που ισχύει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νομοθέτημα — law neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθέτημα — το (ΑΜ νομοθέτημα) [νομοθετώ] κείμενο που έχει τον χαρακτήρα νόμου, κανόνας δικαίου, αλλ. θετό δίκαιο αρχ. σύμβαση, ύπαρξη κατά σύμβαση («τά δὲ εἴδεα οὐ νομοθετήματα ἀλλά βλαστήματα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
νομοθετημάτων — νομοθέτημα law neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθετήμασι — νομοθέτημα law neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθετήμασιν — νομοθέτημα law neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθετήματα — νομοθέτημα law neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβασμός — ἀκριβασμός, ο (Α) [ἀκριβάζω] 1. ακρίβεια, πιστότητα 2. θέσπισμα, νομοθέτημα, διάταγμα … Dictionary of Greek
εισηγητής — ο (θηλ. εισηγήτρια, η) (AM εἰσηγητής) αυτός που υποβάλλει ή διατυπώνει γραπτή ή προφορική εισήγηση για κάποιο θέμα νεοελλ. 1. αυτός που εισάγει προς συζήτηση νομοθέτημα, πρόταση, σχέδιο αποφάσεως κ.λπ. στη βουλή, σε σύλλογο, συμβούλιο, σωματείο κ … Dictionary of Greek
επιμελητήριο — Οργάνωση σε τοπική, εθνική ή διεθνή κλίμακα, με σκοπό την εξυπηρέτηση διαφόρων κλάδων της οικονομίας και των αντίστοιχων επαγγελματικών τάξεων· είναι επιφορτισμένη με καθήκοντα ενημέρωσης, ανάπτυξης του κλάδου, διοικητικά κ.ά. Κατά την ιστορική… … Dictionary of Greek
ερμηνεία — η (AM ἑρμηνεία) [ερμηνεύς] 1. εξήγηση, διασαφήνιση, αποσαφήνιση σκοτεινής ή διφορούμενης έννοιας 2. μετάφραση κειμένου 3. μεταγλώττιση από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.) η επιστημονική εργασία που γίνεται για να διαγνωστεί η αληθινή βούληση τού… … Dictionary of Greek